χρυσίς

χρυσίς
-ίδος, η, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων, τυπικό τής οικογένειας χρυσίδες
αρχ.
1. χρυσή φιάλη («ἐπίνομεν ἐξ ὑαλίνων ἐκπωμάτων καὶ χρυσίδων ἄκρατον οἶνον ἡδύν», Αριστοφ.)
2. χρυσοΰφαντο φόρεμα («χρυσίδας ἠμφιεσμένοι», Λουκιαν.)
3. χρυσοκέντητο σανδάλι
4. (κατά τον Ησύχ.) «χρυσίς
ποτήριον
οἱ δὲ φιάλη χρυσῆ»
5. (κατά τον Θωμ. Μ.) «χρυσίδες κυρίως αἱ ἀνατεθειμέναι τοῑς θεοῑς χρυσαῑ φιάλαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. χαλκ-ίς). Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chrysis].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Χρυσίς — a vessel of gold fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσίς — χρῡσίς , χρυσίς a vessel of gold fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδων — Χρύσις masc gen pl Χρυσίς a vessel of gold fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσί — Χρυσίς a vessel of gold fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδα — Χρυσίς a vessel of gold fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδας — Χρυσίς a vessel of gold fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδες — Χρυσίς a vessel of gold fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδι — Χρυσίς a vessel of gold fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσίδος — Χρυσίς a vessel of gold fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρύσιδος — Χρύσις masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”